- ἀπομηκύνωσιν
- ἀπομηκύ̱νωσιν , ἀπομηκύνωprolongaor subj act 3rd plἀπομηκύ̱νωσιν , ἀπομηκύνωprolongpres subj act 3rd plἀπομηκύ̱νωσιν , ἀπομηκύνωprolongaor subj act 3rd plἀπομηκύ̱νωσιν , ἀπομηκύνωprolongpres subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.